παραμπεχω

παραμπεχω
    παραμπέχω
    παρ-αμπέχω
    укрывать, скрывать, таить
    

(οὐδὲν δεῖ π. λόγους Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραμπεχω" в других словарях:

  • παραμπέχω — και παραμπίσχω Α 1. καλύπτω με μανδύα ή ένδυμα, σκεπάζω 2. μεταμορφώνω, μεταμφιέζω 3. μέσ. παραμπέχομαι προβάλλω ως πρόσχημα, προφασίζομαι 4. μτφ. αποκρύπτω τις σκέψεις μου με λόγια («οὐδὲν δεῑ παραμπέχειν λόγους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + …   Dictionary of Greek

  • παραμπεχόμενον — παραμπέχω cover with a cloak pres part mp masc acc sg παραμπέχω cover with a cloak pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμπεχόμενοι — παραμπέχω cover with a cloak pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμπέχειν — παραμπέχω cover with a cloak pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»